- αντίτυπο
- egzemplarz (m) rzecz.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
αντίτυπο — το (AM ἀντίτυπος, ον) [τύπος] νεοελλ. πανομοιότυπο αντίγραφο εντύπου αρχ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά αντίτυπα τα τίμια δώρα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας αρχ. 1. αυτός που απωθείται, που αποκρούεται από σκληρό σώμα 2. φρ. (για το σφυρί… … Dictionary of Greek
αντίτυπο — το το αντίγραφο που παίρνουμε από κάποιο πρωτότυπο με την τυπογραφία ή με άλλον τρόπο: Το βιβλίο εκδόθηκε σε τρεις χιλιάδες αντίτυπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
μονοτυπία — Σύστημα μηχανικής στοιχειοθεσίας με μεμονωμένα στοιχεία, που αποτελείται από δυο χωριστά μέρη: τη μηχανή με τα πλήκτρα και το χυτήριο. Στην πρώτη ο στοιχειοθέτης κτυπά το κείμενο έχοντας στη διάθεση του, για το ίδιο στοιχείο, διαφορετικά πλήκτρα… … Dictionary of Greek
Κοράνι — Το ιερό βιβλίο του ισλαμισμού, για το οποίο οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι αποκαλύφθηκε από τον Θεό στον Μωάμεθ, μέσω του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Η ονομασία Κ. ή Κοράνιο (αραβικά Κουράν, Qur’an) προέρχεται από το αραβικό ρήμα κάρα, που σημαίνει… … Dictionary of Greek
έκτυπος — η, ο (AM ἔκτυπος, ον) Ι. 1. ο τυπωμένος έτσι ώστε να παρουσιάζεται ανάγλυφος 2. το ουδ. ως ουσ. το έκτυπο(ν) ανάγλυφο τού οποίου οι μορφές προεξέχουν από την επιφάνεια αρχ. 1. χωριστός, ευκρινής 2. ο σχηματισμένος σε γενικές γραμμές, σαν πρόχειρο … Dictionary of Greek
ανθολογία — Συλλογή κειμένων που αποβλέπει να κάνει γνωστά ποιήματα ή αποσπάσματα πεζογραφημάτων, τα οποία επιλέγονται μέσα από το έργο συγγραφέων αναγνωρισμένης αξίας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία, μπορεί όμως να σημαίνει και μουσικές … Dictionary of Greek
αντίβιβλος — ἀντίβιβλος, ή (AM) βιβλίο στο οποίο ο οφειλέτης υπέγραφε ότι έλαβε βιβλίο συμφωνίας ή αντίτυπο του … Dictionary of Greek
αντίτυπος — βλ. αντίτυπο … Dictionary of Greek
αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek